- φεγγαροπρόσωπος
- -η, -οαυτός που έχει το πρόσωπο ολοστρόγγυλο και λαμπρό όπως η πανσέληνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεγγαροπρόσωπος — η, ο, Ν αυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek